Φιλανδική περίπτωση παραδοσιακού
doom με υπέροχα καθαρά φωνητικά και λαχταριστά riffs να τα πιεις στο τσιγάρο. Η παραγωγή είναι
ογκώδης αλλά καθαρή με γαμάτα κρυστάλλινα solos και πετυχαίνοντας ένα γοητευτικό τόνο στις κιθάρες. Ο δίσκος ξεκινά αργά
και επικά ενώ στη συνέχεια αισθάνεται καλύτερα και groove-άρει στη στρατόσφαιρα. Οπότε το
υλικό χωρίζεται σε λαβυρινθώδεις συνθέσεις
που θα ρουφήξουν τον ακροατή και σε κομμάτια που δεν έχουν πρόβλημα να σπάσουν
και κανένα σβέρκο. Το συγκρότημα έχει δουλέψει ιδιαίτερα το υλικό του και αυτό
έχει σαν αποτέλεσμα τα τραγούδια να στέκονται αυτόφωτα το κάθε ένα ξεχωριστά,
χωρίς να υπάρχει η αίσθηση ότι ακούς το ίδιο riff σε όλο το δίσκο. Οι Lord Vicar διαθέτουν ευρωπαϊκή
σφραγίδα στον ήχο τους, γεγονός που είναι φανερό στις ευαισθησίες που
εκδηλώνουν στις μελωδίες τους, ενώ τα σκληρότερα σημεία έχουν στάμπα made in usa. Ενδιαφέρον μείγμα το οποίο στρώνει το έδαφος για τα
καταπληκτικά φωνητικά. Καθαρά αλλά όχι soft, ραντίζουν με την υποβόσκουσα ειρωνεία τους τοις συνθέσεις ενώ σε κάποια
σημεία ίσως θυμίσουν My Dying Bride (άνευ ερωτικής
απογοήτευσης). Το album κυλάει νεράκι, παρά τη
μεγάλη του διάρκεια, και εγκλωβίζει το ακροατήριο σε ένα ιδιαίτερο trip ενώ κλείνει με τον ογκόλιθο ‘’A Second Chance’’ για να αποτελειώσει ό,τι έμεινε όρθιο μέχρι εκείνη
τη στιγμή.
ΛΓ