Εγκληματικά αγνοημένη περίπτωση αυτής της
Σουηδικής post hardcore μηχανής
πολέμου. Με διάρκεια ζωής μόλις μία δεκαετία (1993-2002), πρόλαβαν να
επηρεάσουν κόσμο και κοσμάκη, πριν την αυτανάφλεξη τους ακριβώς τη στιγμή που ο
κόσμος (και στη συνέχεια τα υπόλοιπα συγκροτήματα που επηρέασαν) άρχισε να
κατανοεί τον ήχο τους. Κλασσική περίπτωση συγκροτήματος που ήρθε πριν την ώρα
του και ήταν ήδη διαλυμένο όταν οι υπόλοιποι τους αναφέρουν ως επιρροή.
Ακόμα και έτσι οι Breach κατάφεραν
μέσα σε λίγα χρόνια όσα πολλές μπάντες θα πετύχαιναν σε τρεις μετεμψυχώσεις.
Παρουσιάζοντας αλματώδη βήματα εξέλιξης από δίσκο σε δίσκο και αφομοιώνοντας το
πλήθος των επιρροών τους εντελώς φυσικά, παρουσίασαν τέσσερα άλμπουμ (και
κάποια eps,
7s)
που αποδεικνύουν ότι οι μουσικές ταμπέλες κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Πειραματικοί και αρνούμενοι να αποκοιμηθούν σε βολικές παραδόσεις του hardcore κυκλώματος,
οι Breach
σκίζονται,
αιμορραγούν και τελικά πετυχαίνουν κάθαρση νιτσεϊκής υφής χωρίς να χρειαστεί να
βγάλουν τον ίδιο δίσκο (με διαφορετικό εξώφυλλο) παραπάνω από μία φορά. Η
διάλυση επήλθε εξαιτίας, κυρίως, των μουσικών διαφωνιών των 7 μελών της
μπάντας (κομπλέ ούτε οι Wu
Tang
Clan
κράτησαν
παραπάνω).
Ακολουθεί μια δισκογραφική βόλτα στα πονήματα των
Σουηδών πρωτοπόρων:
Η αρχή του κακού ονομάζεται Outlines (1994) και δείχνει τη
μπάντα σε ένα τυπικό hardcore
στυλ
με σφιχτές κιθάρες, ψυχωμένα φωνητικά και χορευτικά beatdowns. Σε αυτό το σημείο
είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς την εξέλιξη του συγκροτήματος και
(σχεδόν) τίποτα δεν προδιαθέτει τη συνέχεια.
Δεύτερο χτύπημα τον επόμενο χρόνο με το Friction (1995).
Το ύφος της μπάντας γίνεται πιο βαρύ, οι δομές πιο
περίπλοκες και οι metal
λεπίδες
βγαίνουν από το μανίκι. Οι ταχύτητες ανεβαίνουν και οι κιθάρες είναι ξερές κατά
τη σουηδική σχολή. Τα φωνητικά απέκτησαν extra νεύρα
και ένταση ενώ δειλά εμφανίζεται η τάση για μελωδία πλάι στα εθιστικά beatdowns και το σεισμικό μπάσο.
Οι τζούρες από Entombed
(ειδικά
στα τύμπανα, κιθάρες) είναι ευπρόσδεκτες και σε συνδυασμό με τη βαρύτερη
παραγωγή δίνουν το στίγμα για τη συνέχεια.
Το 1996 αποτελεί τη χρονιά που οι Breach κυκλοφόρησαν
το Old
Songs
Vs
New
Beat
EP
και
από τον τίτλο καταλαβαίνεις ότι το συγκρότημα είναι πρόθυμο να σπρώξει τα όρια
του σε νέες αχαρτογράφητες περιοχές. Με την πρώτη ακρόαση ξεχωρίζει η super heavy παραγωγή,
τα όξινα φωνητικά και τα riffs
που
εκτελούν χωρίς τύψεις. Σε αυτό το EP οι επιρροές από παραδοσιακό hardcore μεταμορφώνονται
σε μια υποχθόνια μαυρίλα ενώ εντύπωση προκαλούν οι έξυπνες ενορχηστρώσεις και
γενικότερα το χτίσιμο των κομματιών.
Το επόμενο χτύπημα κάτω από τη ζώνη έρχεται ένα
χρόνο αργότερα και προσφωνεί τον εαυτό του Its Me God (1997).
Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να ξεφεύγουν. Εδώ η έκφραση
επισκιάζει τις επιρροές και οι Breach
εμφυσούν
μια φρέσκια ανάσα σε ένα είδος (hardcore)
που συχνά αναμασά την τροφή του. Στο συγκεκριμένο album η
μουσική παρουσιάζεται κυνικά συναισθηματική και η απόγνωση κρατάει σφυρί. Βαριές τεχνικές κιθάρες με τον metal όγκο
να τις αγκαλιάζει, χωρίς να τις πνίγει, και μαύρες μελωδίες να τρυπώνουν
ανάμεσα στο groove.
Το μπάσο στρώνει νάρκες, η διάθεση για ηχητικές παραφωνίες έκδηλη ενώ τα
φωνητικά στάζουν δηλητήριο (η πίκρα και η οργή κάνουν έρωτα). Ο δίσκος αποτελεί
επιρροή για αρκετές post
metal
μπάντες
που ξεκίνησαν στα 00s
(πχ Cult
Of
Luna)
και η ειλικρίνεια του ανατριχιάζει. Η παραγωγή είναι ζεστή και απόμακρη
ταυτόχρονα και αιχμαλωτίζει υπέροχα το κακομούτσουνο vibe του
δίσκου.
Ακόμα πιο βαρύς ήχος, βρώμικη ηχητική αντίληψη και φαρμακερά
riffs
που
παίρνουν κεφάλια. Τα φωνητικά είναι ακόμα πιο πικρόχολα και το rhythm section βαράει
στα μηλίγγια. Εδώ οι Breach
με αυτό το album
ολοκληρώνουν
το όραμά τους χρησιμοποιώντας την τεχνική ως ορμητήριο για να απελευθερώσουν το
ψυχικό πλάκωμα που προκαλούν οι μελωδίες ενώ σφάζουν με το βαμβάκι καθώς και
για να ανοίξουν καινούριες τρύπες με τα,
βουτηγμένα στο δηλητήριο, φωνητικά τους βέλη.
Οι ατμοσφαιρικές ανάσες αντί να χαλαρώνουν το κλίμα το μαυρίζουν ακόμα
περισσότερο ενώ στα γρήγορα περάσματα δε μένει κολυμπιθρόξυλο. Εδώ μέσα δεν
περισσεύει ούτε ένα riff,
ούτε μια γοητευτική παραφωνία, ούτε ένα noise τσίμπημα, ούτε καν ένα tribal όργιο
στα τύμπανα. Η αντίληψη είναι progressive και τα δάνεια από σουηδικό death metal ευπρόσδεκτα.
Το Venom
διαθέτει
συναίσθημα που ανατριχιάζει και εκτελεστική δεινότητα που ρίχνει σαγόνια.
Απαραίτητο συμπλήρωμα του Venom μπορεί
να θεωρηθεί το Godbox
EP(2000)
που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Το
μαρτύριο είναι το ίδιο ενώ αλλαγές παρουσιάζονται στα πιο χαοτικά φωνητικά και
σε μια έξτρα δόση ατμοσφαιρικής σαπίλας που θα σας φτιάξει τη μέρα.
Η κατάσταση στο εσωτερικό της μπάντας είναι
περίεργη με αποτέλεσμα το Kollapse (όνομα και πράγμα) να είναι το τελευταίο album της μπάντας.
Κάποια κομμάτια είναι σε τεταμένο heavy κλίμα
και τα σπάνε όλα αλλά εδώ παρουσιάζεται και ένα άλλο πρόσωπο της μπάντας, το
απογυμνωμένο. Εξωτερικεύονται οι minimal
δομές και παρουσιάζεται ένας ήχος που κρατάει μόνο
τον σκελετό των συνθέσεων και ένα πνεύμα διαρκής αποδόμησης. Ατμοσφαιρικό rock χωρίς
ίχνος νοσταλγίας, αδιόρατη post
punk
αίσθηση
σε αποσύνθεση και λίγη όρεξη για στίχους (και μερικοί από αυτούς μέσω καθαρών
φωνητικών). Γενικότερα μειωμένη ηχητική βαρύτητα αλλά συναίσθημα βαρύ και
ασήκωτο. Στα πιο πειραματικά κομμάτια ίσως θυμίσουν σε κάποιους τους Slint αλλά
οι Breach
κοινωνούν
τη δική τους δυστοπική αλήθεια μέσα σε ένα δίσκο χωρίς σαφή δομή/συνοχή, μέχρι
να σε στραγγίξει ολότελα. Τα είπαν, ξεθύμαναν και διέλυσαν.
ΛΓ